λαδής, -ιά, -ί

λαδής, -ιά, -ί
αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού: Έχω ένα λαδί παντελόνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαδής — ιά, ί αυτός που έχει το χρώμα τού λαδιού, ελαιόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + κατάλ. ής, δηλωτική χρώματος (πρβλ. θαλασσ ής, πορτοκαλ ής] …   Dictionary of Greek

  • Λάδης — Λάδη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • ελαιόχρους — oυν (AM ἐλαιόχρους [ οος], ουν [ οον]) αυτός που έχει το χρώμα τού λαδιού ή και τής ελιάς, λαδής, λαδόχρωμος …   Dictionary of Greek

  • ελαιώδης — ες (AM ἐλαιώδης, ες) αυτός που μοιάζει με λάδι στη σύστασή του νεοελλ. αυτός που περιέχει λάδι ή άλλη λιπαρή ύλη («ελαιώδη προϊόντα») αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού λαδιού, λαδόχρωμος, λαδής …   Dictionary of Greek

  • λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… …   Dictionary of Greek

  • λαδερός — ή, ό (Μ λαδερός, ή, ό) [λάδι] αυτός που περιέχει λάδι, ελαιώδης νεοελλ. 1. λαδής, ελαιόχρωμος 2. λιπαρός 3. (για φαγητά) παρασκευασμένος με λάδι, νηστήσιμος 4. το ουδ. ως ουσ. το λαδερό α) δοχείο με στενό στόμιο εκροής, το οποίο περιέχει λάδι και …   Dictionary of Greek

  • λαδόχρωμος — η, ο λαδής, ελαιόχρωμος …   Dictionary of Greek

  • Μεταξάδων, δήμος — Νέος δήμος (4.486 κάτ.) του νομού Έβρου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αλεποχωρίου, Ασπρονερίου, Βρυσικών, Δόξης, Ελαφοχωρίου, Λάδης, Μεταξάδων και Παλιουρίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”